- εναγκάλισμα
- το (Α ἐναγκάλισμα)περίπτυξη, αγκάλιασμααρχ.οτιδήποτε περιβάλλει κανείς με στοργή, αγαπητό, προσφιλές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναγκάλισμα — that which embraces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναγκάλισμα — το 1. ο εναγκαλισμός (βλ. λ.). 2. ό,τι εναγκαλίζεται κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναγκαλισμάτων — ἐναγκάλισμα that which embraces neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)